παλιρροώ

παλιρροώ
παλιρροῶ, -έω (Α) [παλίρρους]
ρέω προς μία κατεύθυνση και αποσύρομαι από την ίδια («παλιρροεῑν γὰρ φάναι τὴν θάλατταν», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεταρρέω — (Α) 1. ρέω προς άλλη διεύθυνση, χύνομαι προς άλλο μέρος ή προς τα πίσω, παλιρροώ («μένει τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταρρεῑ ὤσπερ Εὔριπος», Αριστοτ.) 2. μεταβαίνω από ένα μέρος σε άλλο, όπως από τα δεξιά στα αριστερά («τὰ ἐν τοῑς κατόπτροις τῆς ὄψεως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”